διαπράξω

διαπράξω
διαπράσσω
pass over
aor subj act 1st sg
διαπράσσω
pass over
fut ind act 1st sg
διαπράσσω
pass over
aor subj act 1st sg
διαπρά̱ξω , διαπράσσω
pass over
aor subj act 1st sg
διαπρά̱ξω , διαπράσσω
pass over
fut ind act 1st sg
διαπράσσω
pass over
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
διαπράσσω
pass over
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
διαπρά̱ξω , διαπράσσω
pass over
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πανουργώ — έω, Α [πανούργος] 1. είμαι ικανός να διαπράξω κάθε απάτη, είμαι πανούργος, δόλιος*, απατεώνας («ὅσια πανουργήσασα» αφού τόλμησε να διαπράξει ένα δίκαιο έγκλημα, Σοφ.) 2. παθ. πανουργοῡμαι, έομαι νοθεύομαι, παραποιούμαι, αναμιγνύομαι με ξένες… …   Dictionary of Greek

  • τοιχωρυχώ — τοιχωρυχῶ, έω, ΝΑ [τοιχωρύχος] είμαι τυχωρύχος («ὁ δὲ λωποδυτεῑ γε νὴ Δί , ὁ δὲ τοιχωρυχεῑ», Αριστοφ.) αρχ. μτφ. μεταχειρίζομαι τεχνάσματα για να διαπράξω κλοπή …   Dictionary of Greek

  • φονώ — (I) άω, Α [φόνος ή φονή] (εφετικό ρ.) επιθυμώ να διαπράξω φόνο, διψώ για αίμα. (II) όω, Α [φόνος ή φονή] μολύνω με αίμα («πεφονωμένον ἔγχος», Οππ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”